ΚΑΖΑΝΤΖΙΔΗΣ ΣΤΕΛΙΟΣ
Ο Στέλιος Καζαντζίδης γεννήθηκε στις 29 Αυγούστου του 1931 στη Νέα Ιωνία, στην οδό Αλαείας 33. Ο πατέρας του ήταν ποντιακής καταγωγής από τα Κοτύωρα του πόντου και η μητέρα του προσφυγοπούλα από τα Άλαγεια της Μικράς Ασίας Στην περίοδο της κατοχής πέρασε μερικά χρόνια στην Βόρειο Ελλάδα κοντά σε συγγενείς όπου εξάσκησε την ποντιακή του διάλεκτο.
Μένει ορφανός από πατέρα σε ηλικία 14 ετών όταν γυρνώντας στην Αθήνα ο πατέρας του πεθαίνει από τις κακουχίες και από το πολύ ξύλο των δοσιλόγων. Δουλεύει σκληρά, κάνοντας διάφορα επαγγέλματα (οικοδομή, εργοστάσια και άλλα), για να ζήσει την οικογένεια του.
Κάποια μέρα που η μητέρα του Στέλιου κυρά Γεσθημανή τηγανίζει ψάρια και ο Στέλιος τραγουδά και γραντζουνά την κιθάρα που του χάρισε το αφεντικό του στο εργοστάσιο ''Έσπερος'' περνά από έξω ο μουσικός Μάνθος Βενέτης . Τον ακούει και μπαίνει μέσα να ρωτήσει ποιός τραγουδά με αυτή την ωραία φωνή . Ο Στέλιος τρέχει να κρυφτεί νομίζοντας πως ενοχλούσε την γειτονιά .Δεν ξέρει όμως πως είναι η τυχερή του μέρα.
Ο Μάνθος Βενέτης τον παίρνει μαζί του στα μαγαζιά που εργαζόταν και τον εμφανίζει ως ''μικρό Στελάκη " . Για μερικά χρόνια ο Στέλιος μαθητεύει σε μικρά ταβερνάκια. Τον Ιούλιο του 1952 ηχογραφεί το πρώτο του τραγούδι στην Columbia, με τίτλο "Για μπάνιο πάω", του Απόστολου Καλδάρα, το οποίο δε γνώρισε επιτυχία. Με το επόμενο, όμως, το "Δεν θέλω το κακό σου", του Γιάννη Παπαιωάννου, κάνει ένα από τα πιο γνωστά κι επιτυχημένα σουξέ και προκαλεί αίσθηση.
Από τότε, η μία επιτυχία διαδέχεται την άλλη.
Μεγάλη σημαία ο Καζαντζίδης"
Του Στέλιου Ελληνιάδη
Φορούσα κοντά παντελονάκια και η αδελφή μου ένα μεγάλο φιόγκο στα μαλλιά, ασορτί με το λευκό φουστανάκι που της είχε ράψει η μητέρα μας, όταν μια Κυριακή βράδυ είδαμε πρώτη φορά από κοντά τον Καζαντζίδη, στον «Αστέρα»!
Σε ένα κατάμεστο μαγαζί, κοιτούσαμε τον όμορφο άντρα στο πάλκο που, με μια κιθάρα στα χέρια, τραγουδούσε όλο το βράδυ: η φωνή του, γνώριμη από τα γραμμόφωνα της γειτονιάς, ήταν πιο επιβλητική χωρίς τα σκρατς των 78άρηδων δίσκων.
Τέλη της δεκαετίας του '50, νιόφερτοι πρόσφυγες από την Κωνσταντινούπολη, πηγαίναμε συχνά στις ταβέρνες της Κοκκινιάς, οικογενειακώς. Οι τιμές προσιτές, το φαγητό λιτό, το περιβάλλον φιλικό και στο πάλκο μπορεί να κάθονταν ακόμα κι ο Καζαντζίδης με τη Μαρινέλλα!
Αυτά τα τραγούδια έδεναν απολύτως με τα συναισθήματα των γονιών μας και με το περιβάλλον στην Κοκκινιά, όπου υπήρχε ζωντανή μια μικρή Μικρά Ασία, αυτάρκης. Με τα ωραία πλίθινα σπίτια και τις αυλές των λίγων τετραγωνικών, τα μπακάλικα, τους φούρνους και τους αργαλειούς, τους εμπόρους και τους μαστόρους πάσης φύσεως.
Στα ασπρισμένα πεζοδρόμια οι γιαγιάδες παίνευαν τη Σμύρνη, οι εργάτες συζητούσαν για την ΕΔΑ και οι πιτσιρικάδες έστηναν αυτοσχέδιες παραστάσεις Καραγκιόζη, με ένα παλιό σεντόνι, μεταχειρισμένα κεριά και χάρτινες φιγούρες του Μπαρμπα-Γιώργου και του Χατζατζάρη.
Αργότερα, όταν μετακινηθήκαμε στα μικροαστικά Πατήσια, στη δεκαετία που κατεδαφίζονταν οι μονοκατοικίες, το είδωλο του Καζαντζίδη μάς ακολούθησε, καθώς από τις σκαλωσιές των ανεγειρόμενων οικοδομών ξεχύνονταν στην οδό Λευκωσίας οι βαριές φωνές των μπετατζήδων που τραγουδούσαν φωναχτά τη «Μαντουμπάλα» και τη «Ζιγκουάλα». Μερικές απ' αυτές τις φωνές τις άκουγε και ο Στέλιος ανηφορίζοντας την οδό Κνωσού για να πάει στην κυρία Γεσθημανή.
ΤΟ ΔΡΑΜΑ
Εκείνη την εποχή, που τελειωμό δεν είχε, ο Καζαντζίδης πήρε πάνω του όλο το ψυχολογικό και συναισθηματικό φορτίο της φτωχολογιάς. Με τους στίχους του Βίρβου και του Κολοκοτρώνη και τη μουσική του Δερβενιώτη και των άλλων σπουδαίων δημιουργών, τραγούδησε ό,τι πιο βαρύ και ασήκωτο κουβαλούσε η ψυχή των ανθρώπων της εποχής. Κανένας άλλος δεν τραγούδησε τόσο πειστικά για το δράμα του ξεριζωμού, για το μόχθο του μεροκαματιάρη και το μαράζι της αγάπης σε καιρούς που η κοινωνική αδικία ξεχείλιζε. Ούτε η λογοτεχνία, ούτε ο κινηματογράφος, ούτε το θέατρο της εποχής έπιασαν με τόσο δραματικό και άμεσο τρόπο αυτή την ανθρώπινη ταπείνωση και εξουθένωση, αυτή την εθνική τραγωδία, όπως τα έπιασε το τραγούδι, με τον Καζαντζίδη σαν κύριο εκφραστή.
Αν και μόνον αυτό θα αρκούσε για να τον εξυψώσει στη συνείδηση του λαού, ο Καζαντζίδης διακρίθηκε και κέρδισε τον τίτλο του με μια συνολική στάση ζωής, προσωπική και αμίμητη.
Η ΑΠΟΥΣΙΑ
Το 1965, ο Καζαντζίδης ξεκόβει από τα μαγαζιά, νεότατος και με μεγάλα σουξέ πίσω του! Και δεν επανέρχεται ούτε δέκα χρόνια αργότερα, με τις επιτυχίες «Υπάρχω» και «Η ζωή μου όλη», ούτε όταν του προτείνουν να κάνει 3 ή και 5 Ολυμπιακά Στάδια στη σειρά, το 1983!!
Αντ' αυτού, περνάει τη ζωή του ανάμεσα σε ένα μικρό διαμέρισμα στην Πεύκη και το ησυχαστήριο του Αγίου Κωνσταντίνου. Όποια εξήγηση και να δώσει κανείς, είτε τη χαρακτηρίσει πράξη φοβίας είτε πράξη γενναιότητας, είναι πράξη που δείχνει άνθρωπο με άποψη και έντονες ευαισθησίες.
Γι' αυτό, η ατομική πορεία του Καζαντζίδη παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Πρώτον, αυτοπεριορίζεται οικειοθελώς, εγκαταλείπει το προσκήνιο και τα μεγάλα μεροκάματα, χωρίς να εγκαταλείπει το τραγούδι.
Η ΣΥΓΚΡΟΥΣΗ
Δεύτερον, συγκρούεται ανοιχτά με το Μάκη Μάτσα, τον ισχυρότερο παράγοντα στη δισκογραφία, εμπλεκόμενος σε μια αντιδικία που κρατάει περισσότερο από δέκα χρόνια, με μεγάλο προσωπικό κόστος. Σε αντίθεση με τους λεγόμενους «προοδευτικούς» τραγουδιστές, που ποτέ δεν συγκρούστηκαν και δεν διακινδύνευσαν τα συμφέροντά τους, ενώ η επένδυση στον «προοδευτισμό» τούς απέφερε μεγάλα οφέλη, δόξα και χρήμα!
Ο Καζαντζίδης δεν απέκτησε κότερα και βίλες για να δεξιώνεται ισχυρούς φίλους, να κλείνει δουλειές και να εξασφαλίζει επιχορηγήσεις. Παντρεύτηκε με τη Βάσω και κουμπάρεψε μ' αυτούς που έπινε κρασί και πήγαινε για ψάρεμα.
Έτσι, κατεβαίνοντας από το πάλκο, είχε διαφυγόντα δισεκατομμύρια και μένοντας εκτός δισκογραφίας έχασε πολλά καλά τραγούδια που, ενώ προορίζονταν γι' αυτόν, τελικώς τα είπαν άλλοι.
Εντούτοις, παρά τις αντιξοότητες, η επιρροή του συνεχώς απλωνόταν. Με τη φωνή του Καζαντζίδη, το ελληνικό τραγούδι έφτασε στις άκρες του κόσμου. Πολύ πριν αρχίσουν οι επιχορηγούμενες συναυλίες και τα δορυφορικά κανάλια. Η φωνή του ήταν το μέσο και το διαβατήριο.
Στην ευρύτερη περιοχή μας, λαοί με σπουδαία μουσική κουλτούρα, Τούρκοι, Πέρσες και Άραβες, τοποθέτησαν τον Καζαντζίδη δίπλα στα άλλα υπερεθνικά μεγαθήρια της Μεσογείου, την Ουμ Καλσούμ, τη Φέιρουζ και τον Ζεκί Μουρέν, που ο Καζαντζίδης χωρίς αίσθημα κατωτερότητας αναγνώρισε ως δάσκαλό του.
ΣΤΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΟ
Όταν είχαμε πάει με την Ελένη Βιτάλη στο Ισραήλ, πριν από μερικά χρόνια, το μόνο που μας ρώτησε ο νεαρός υπάλληλος που χειριζόταν το ασανσέρ του ξενοδοχείου ήταν «είναι καλά ο Καζαντζίδης;»!
Χωρίς μάρκετινγκ, διά χειρός ακροατών, η φωνή του Καζαντζίδη έφτανε παντού.
Θυμάμαι, πριν από πολλά χρόνια, στη Γερμανία, ταξιδεύοντας με οτοστόπ, γνώρισα ένα γερμανό συνταξιούχο αστυνομικό, που στα χρόνια της μαζικής μετανάστευσης υπηρετούσε στο τελωνείο. Αυτός μου είπε ότι στις αποσκευές των Ελλήνων, μαζί με τα απολύτως απαραίτητα ρούχα και σκεύη, οι τελωνειακοί συχνά έβρισκαν εικόνες της Παναγίας και σαρανταπεντάρια δισκάκια με τραγούδια του Καζαντζίδη!
«Λέγανε παλιά οι οικογένειες, πήγαινε γυναίκα να πάρεις φασόλια, ρεβίθια, λίγο ρύζι, αλλά πάρε και το δίσκο του Καζαντζίδη, αυτός που είχαμε τρύπησε πια, έλιωσε από το παίξιμο... Παίρνανε το δίσκο του Στέλιου μαζί με το φαΐ, ρε! Ο Καζαντζίδης ήτανε μέσα στις ανάγκες του κοσμάκη!" έλεγε ο Γιώργος Ζαμπέτας («Βίος και Πολιτεία», Ιωάννα Κλειάσιου, εκδ. «Ντέφι»).
Ο ΜΥΘΟΣ
Θρύλος εν ζωή. Ο μοναδικός στο ελληνικό τραγούδι. Με ακροατές να ορκίζονται στο όνομά του, να βαφτίζουν τα παιδιά τους με το όνομά του και να σταυροκοπιούνται μπροστά στη φωτογραφία του! Έχω γνωρίσει αρκετούς. Σαν τον «Υπάρχω» στη Σκύρο, τον καλόγερο που ερχόταν από το Άγιο Όρος στο γραφείο μου για να μάθει νέα του και τους φοιτητές από το Αριστοτέλειο που ξεκίνησαν το 1979-80 τη συλλογή υπογραφών για την αποδέσμευσή του από τη Μίνως!
Όμως, αυτή η ανθεκτική μυθοποίηση ανέβαλε επ' αόριστον την ανάγκη να εκτιμηθεί περισσότερο σε βάθος και πλάτος η αξία και η προσφορά του, ώστε να μην περιορίζεται η αιτία της δημοτικότητάς του σε ένα είδος ρεπερτορίου και στον όγκο της φωνής του.
Σ' αυτή την καθυστέρηση συνέβαλε η μεγάλη εχθρότητα που αντιμετώπισε το λαϊκό τραγούδι από κοινωνικές ομάδες με επιρροή και εξουσία, αλλά και η δογματική προσέγγιση του μεταπολεμικού τραγουδιού από μερίδα της ρεμπετόφιλης ιντελιγκέντσιας που εκφραζόταν απαξιωτικά για τον Καζαντζίδη. Λογοκρισία και αποκλεισμός από την άρχουσα τάξη, απόρριψη και περιφρόνηση από την πλευρά της αριστεράς, επί δεκαετίες!
Σε μια εμπεριστατωμένη επίμοχθη έρευνα που πραγματοποιήσαμε το 1986 (περιοδικό «Ντέφι», τ. 11), σε μια εποχή που το λαϊκό τραγούδι ήταν δημοφιλές, το κρατικό ραδιόφωνο ανοιγόταν δειλά στον Καζαντζίδη! Καταγράφοντας και αναλύοντας εκατοντάδες ώρες μεταδόσεων των τεσσάρων ραδιοφωνικών σταθμών της ΕΡΤ1 και της ΕΡΤ2, που είχαν το απόλυτο μονοπώλιο σε εθνική κλίμακα, διαπιστώσαμε ότι ο Καζαντζίδης είχε παιχτεί μόλις 18 φορές μέσα σε μια ολόκληρη εβδομάδα, από τους τέσσερις σταθμούς, ήτοι 4,5 τραγούδια του από τον κάθε σταθμό εβδομαδιαίως!!
ΤΟ ΕΝΤΕΧΝΟ
«Όταν ο Στέλιος Καζαντζίδης τραγούδησε το "Βράχο - βράχο", που έσπασε τότε όλα τα ρεκόρ πωλήσεων, ήταν ήδη ένας βασιλιάς του λαϊκού τραγουδιού» έχει γράψει ο Μίκης Θεοδωράκης.
Ακόμα κι αυτοί που υποστήριζαν το έργο το δικό του και τού Χατζιδάκι αδυνατούσαν να αντιληφθούν όχι μόνο τη γενικότερη αξία, αλλά και την ιδιαίτερη συμβολή του Καζαντζίδη στη διαμόρφωση του έντεχνου λαϊκού τραγουδιού. Από άγνοια και προκατάληψη. Ο Καζαντζίδης, ως μέλος της άτυπης ομάδας Χιώτη-Παπαδόπουλου-Καρνέζη-Μπιθικώτση-Γαβαλά-Μαρινέλλας κ.ά., έδωσε σχήμα και χρώμα στα πρώτα, τα πιο αγαπημένα λαϊκά τραγούδια του Θεοδωράκη και του Χατζιδάκι, τα οποία αποτέλεσαν το μοντέλο πάνω στο οποίο χτίστηκε το οικοδόμημα του έντεχνου λαϊκού τραγουδιού.
Σε μια εποχή που ο Καζαντζίδης τραγουδούσε «Ότι αγαπάω εγώ πεθαίνει» του Απόστολου Καλδάρα, «Την πόρτα μη μου κλείνεις» του Γιώργου Λαύκα, «Παίξε Χρήστο το μπουζούκι» του Βασίλη Τσιτσάνη και δεκάδες τραγούδια για την αγάπη, την ξενιτιά, τη φτώχεια και τον κατατρεγμό, με τη δική του φωνή το κοινό αγκάλιασε και τραγούδησε «Βράχο-βράχο», «Παράπονο» (Μ.Θ. - Δ. Χριστοδούλου), «Σαββατόβραδο» (Μ.Θ. - Τ. Λειβαδίτη), «Ο κυρ Αντώνης», «Το πέλαγο είναι βαθύ» (Μ.Χ.), αλλά και «Καταχνιά» και «Δεν θέλω να μου δέσετε τα μάτια» (Χρ. Λεοντή - Κ. Βίρβου) και πολλά άλλα!
Η ΣΙΩΠΗ
Ο μετρ της δισκογραφίας Τάκης Β. Λαμπρόπουλος, ο Χατζιδάκις και ο Θεοδωράκης διέγνωσαν εγκαίρως ότι οι μελοποιημένοι στίχοι των ποιητών θα βρουν την ιδανικότερη έκφρασή τους με τη φωνή και το αίσθημα των λαϊκών τραγουδιστών! Και σ' αυτό συμφώνησαν και οι ίδιοι οι ποιητές, ο Γκάτσος, ο Ρίτσος, ο Βάρναλης, ο Λειβαδίτης, ο Χριστοδούλου κ.ά.!
Χωρίς την «εμπλοκή» αυτής της εκλεκτής λαϊκής ομάδας, ίσως το «έντεχνο», με τις ενδιαφέρουσες αλλά σε άλλο μήκος κύματος ερμηνείες του Λάκη Παπά και της Ντόρας Γιαννακοπούλου, να είχε εντελώς άλλη πορεία και τύχη.
Αυτή η συνεισφορά του Καζαντζίδη αποσιωπήθηκε, γιατί η αναγνώρισή της θα εξουδετέρωνε τη βασική μομφή των επικριτών του, ότι «τραγουδάει κλαψιάρικα»!
Ασφαλώς, δεν ήταν δυνατόν να αρέσει σε όλους, αλλά η απόρριψή του είχε περισσότερο κοινωνική παρά στενά αισθητική τεκμηρίωση. Ενοχλεί η θεματολογία των τραγουδιών, η εντοπιότητα της μουσικής, η αμεσότητα της λαϊκής έκφρασης, το ίδιο το κοινό που καθρεφτίζεται μέσα σ' αυτά τα τραγούδια. Ένα αγροτόπαιδο από τη Δράμα που περιφέρεται με έναν μπόγο στο σταθμό του Μονάχου και ένας μουντζουρωμένος ανθρακωρύχος που δουλεύει γονατιστός σε κάποια στοά του Βελγίου δεν είναι ευχάριστα θέματα για να τραγουδιούνται στα σαλόνια και τα ακριβά εστιατόρια. Δεν είναι light και έχουν αγκάθια.
Η ΓΛΩΣΣΑ
Πολλοί άνθρωποι δυσκολεύονται ακόμα να ξεπεράσουν το κόλλημά τους. Άραγε πόσοι έχουν καταλάβει τον σημαντικότατο ρόλο που έπαιξε το λαϊκό τραγούδι στο να αποκτήσουν οι Έλληνες μια κοινή γλώσσα! Τη γλώσσα που μεταχειρίζονταν οι απλοί προικισμένοι καλλιτέχνες στα καφενεία και τα πάλκα της Σμύρνης, της Πόλης και της Σύρας, στην Αθήνα, τον Πειραιά, τη Θεσσαλονίκη και τα Τρίκαλα.
Όταν, στις δεκαετίες '50-'60, ο Έλληνας της επαρχίας μιλούσε με την τοπική διάλεκτο και προφορά, στα σχολεία επίσημη γλώσσα ήταν η καθαρεύουσα και οι πολιτικοί, οι δικηγόροι, οι δεσπότες και οι χωροφύλακες μιλούσαν μειξοκαθαρευουσιάνικα, ο Τσάντας, η Παπαγιαννοπούλου και ο Βίρβος έγραφαν σε μια γλώσσα ενιαία, απλή, πλούσια και εύχρηστη! Μόνο το λαϊκό τραγούδι «μιλούσε» την κοινή νεοελληνική γλώσσα.
Το λαϊκό τραγούδι ήταν το μεγάλο σχολείο της γλώσσας, σε εθνική κλίμακα, με συνοδοιπόρο το λαϊκό σινεμά, το Λογοθετίδη, τη Βουγιουκλάκη, τον Ηλιόπουλο, τη Λαμπέτη...
ΤΟ ΧΡΩΜΑ
Την ώρα που οι «ευρωπαϊστές», τραγουδούν με ξενική προφορά τα ελαφρά τραγουδάκια του Χαιρόπουλου, ο Μπιθικώτσης, ο Γαβαλάς, η Γιώτα Λύδια, η Πόλυ Πάνου, η Μπέλλου και οι άλλοι τραγουδιστές, με την ωραία προφορά τους, αποτελούν τους φορείς της σύγχρονης γλώσσας. Αυτούς ακούνε, αυτούς μιμούνται οι απανταχού ακροατές, στην πόλη και το χωριό, στην Ελλάδα και την Αυστραλία. Με τον Καζαντζίδη επικεφαλής, πρώτο μεταξύ ίσων.
Ο Καζαντζίδης αποτελεί πρότυπο και υπόδειγμα όχι μόνο για την τονική του ακρίβεια, αλλά για το σύνολο της εκφραστικής του πληρότητας. Το α είναι α και το ο είναι ο. Ολοστρόγγυλα και καθαρά. Μάθημα ορθοφωνίας. Ο τονισμός των λέξεων, το τελικό «ν» και οι παρηχήσεις των συμφώνων, οι παύσεις και οι αναπνοές, ο χρωματισμός και ο κυματισμός των φράσεων, έχουν αρτιότητα, γλυκαίνουν τη μελωδία και κάνουν το νόημα απολύτως εύληπτο και κατανοητό.
Σ' αυτό το σημείο, ο Καζαντζίδης υπερέχει πάντων. Ακόμα κι όταν η ερμηνεία του είναι βαριά και το ύφος του θρηνητικό, η εκφραστική του ευγένεια δεν χάνεται. Και στα πιο «ασήκωτα» τραγούδια, ο Καζαντζίδης δεν ολισθαίνει σε φωνητικούς βαρβαρισμούς. Το «κλάμα» του έχει μέτρο και λόγο ύπαρξης. Με ρίζες σε μια τεράστια παράδοση αιώνων. Εκκλησιαστικοί ύμνοι, μοιρολόγια και αμανέδες αποτελούν την καρδιά της μεγάλης ανατολικής παράδοσης που καλλιεργήθηκε από την Καππαδοκία ώς τη Μάνη και από την Ηπειρο ώς την Τραπεζούντα.
Οι σημερινοί τραγουδιστές, προϊόντα ενός κόσμου πλαστικού, κακοποιούν τα πιο δραματικά σε περιεχόμενο τραγούδια, τραγουδώντας τα με τεράστια χαμόγελα επιτυχίας και μες στην τρελή χαρά! Είτε τραγουδούν τη «Συννεφιασμένη Κυριακή» είτε το «Φέξε μου που γλίστρησα», είναι το ίδιο! Χαζοχαρούμενοι, απαίδευτοι και ανυποψίαστοι.
Η ΦΩΝΗ ΤΩΝ ΔΗΜΙΟΥΡΓΩΝ
«Καλοκαίρι 1962. Αρχίζει να τραγουδάει ο Στέλιος... Τραγουδάει ο Στέλιος και ποιος είδε το Θεό και δεν τον φοβήθηκε. Μου 'φυγε το μπουζούκι απ' τα χέρια, δεν ήξερα πώς να το κρατήσω, έμεινα να τον κοιτάω και ν' ακούω... Μεγάλος, πολύ μεγάλος! Μεγάλη σημαία ο Καζαντζίδης . Όταν λέμε τη λέξη Καζαντζίδης τελειώνουν όλα...» έλεγε και πάλι ο Γιώργος Ζαμπέτας στη βιογραφία του.
Ο Καζαντζίδης έβαλε πολύ ψηλά τον πήχυ και τράβηξε το λαϊκό τραγούδι προς τα πάνω. Τον Καζαντζίδη άκουγαν στα όνειρά τους οι συνθέτες και οι στιχουργοί και πάνω του έγραφαν τα καλύτερα τραγούδια τους. Η έκταση της φωνής του, η ευχέρειά του να αρθρώνει σωστά τις δυσκολότερες λέξεις διατηρώντας τη μελωδία ακέραιη, η άνεσή του να διεισδύει, να συγκινεί και να ξαλαφρώνει την ψυχή του ακροατή, τον καταξίωσαν σαν τον ιδανικό ερμηνευτή.
Η ΔΙΣΚΟΓΡΑΦΙΑ
Τα τελευταία χρόνια, χωρίς να έχει πει τραγούδια που έγιναν επιτυχία, χωρίς να είναι της μόδας, χωρίς δημόσιες εμφανίσεις, εξορισμένος και πάλι από τους ραδιοφωνικούς σταθμούς, με νέους αστέρες να κατακλύζουν τα ΜΜΕ, οι πωλήσεις των δίσκων του είναι πραγματικά εκπληκτικές και απλησίαστες!
Μία μόνο εταιρεία, η ΜΒΙ, που κυκλοφόρησε τους νέους δίσκους του, από το 1990 και μετά, πραγματοποίησε πωλήσεις που ξεπερνούν τα 800.000 αντίτυπα!! Χωρίς σουξέ!
Αν προσθέσει κανείς τις σταθερές πωλήσεις του κλασικού ρεπερτορίου του από την EMI-MINOS, τα δεκάδες χιλιάδες CD με δικά του τραγούδια που μοίρασαν τα περιοδικά και τα τραγούδια που έχουν περιληφθεί σε δεκάδες συλλογές, ο συνολικός αριθμός των αντιτύπων που πουλήθηκαν μόνο την τελευταία δεκαετία υπερβαίνει τα δύο εκατομμύρια!
ΤΑ ΚΙΝΗΤΡΑ
Ο λόγος και πάλι στο Ζαμπέτα: «Ο Καζαντζίδης... είχε μια κακοπιστία στα μαγαζιά, καθότανε κάνα μήνα και την κοπάναγε. Δεν ξέρω τι του έφταιγε αυτού του παιδιού. Μπορεί να φταίγαμε εμείς, να μην τον νιώθαμε, δεν ξέρω. Μπορεί να μην τον καταλάβαινε κανένας μας. Αλλά αυτός που δεν έφταιγε σίγουρα ήταν ο κόσμος, που τον αγάπαγε και τον ήθελε. Γιατί ήτανε είδωλο, μεγάλο είδωλο, κι αποκλείεται να ξαναβγεί τέτοιος μύθος, τέτοιο είδωλο».
Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι ο Καζαντζίδης δεν ενήργησε συνειδητά. Ότι, φοβίες, προλήψεις, προκαταλήψεις, έμμονες ιδέες και άλλες ανθρώπινες αδυναμίες και αναστολές, που προϋπήρχαν, τον οδήγησαν στην απομόνωση και τη σύγκρουση.
Τέτοιου είδους συζητήσεις απασχόλησαν τους φίλους του λαϊκού τραγουδιού, χωρίς βέβαια να καταλήγουν σε πειστικά συμπεράσματα, αφού η προσπάθεια να διεισδύσει κανείς στα άδυτα της ψυχής είναι μάλλον ατελέσφορη.
Όμως, όποιο και να είναι το βαθύτερο άγνωστο ψυχολογικό μείγμα του ανθρώπου, το δημόσιο πρόσωπό του, ο καλλιτέχνης, αξιολογείται από το έργο, το ταλέντο και την προσφορά του. Και, όσον αφορά τα βαθύτερα κίνητρά του, είναι πλέον γεγονός ότι, θες από ένστικτο, θες από λογική επιλογή, η σθεναρή και αταλάντευτη επιμονή του υπέρ ενός συγκεκριμένου τρόπου ζωής, για τόσες δεκαετίες, δεν αφήνει κανένα περιθώριο για να αμφισβητηθεί η συνέπειά του, λόγων και έργων.
ΤΑ ΜΜΕ
Θα έλεγα μάλιστα ότι οι κατά καιρούς δημόσιες εκρήξεις του Καζαντζίδη επιβεβαίωσαν την εικόνα που έχουμε γι' αυτόν. Οι δηλώσεις και οι αντιδράσεις του συχνά, είτε είχε δίκιο είτε άδικο, ήταν άτσαλες και άκομψες, σε σημείο που κλόνιζαν το κύρος του και τον εξέθεταν. Ίσως, όμως, αυτή ακριβώς η αδεξιότητα διαχείρισης της δημόσιας εικόνας του να επιβεβαιώνει τον αυθορμητισμό του και την έλλειψη οποιασδήποτε επαφής με τον κόσμο της δημοσιότητας. Σε ορισμένες μάλιστα περιπτώσεις, η έκθεσή του στα φώτα της δημοσιότητας εξυπηρέτησε μόνο τους επαγγελματίες των μέσων, οι οποίοι τον έβγαζαν από το καβούκι του και τον παρέσυραν σε κακοτράχαλα μονοπάτια από τα οποία συνήθως η έξοδος ήταν τραυματική.
Ήμασταν μαζί με τον Άκη Πάνου, στο στούντιο όπου ηχογραφούσε ο Καζαντζίδης για τους «Ρεπόρτερς» (ΕΡΤ). Έχω συμπράξει και έχω συμμετάσχει σε άπειρες ηχογραφήσεις τραγουδιών, με τους καλύτερους τραγουδιστές, αλλά η εμπειρία με τον Καζαντζίδη ήταν μοναδική. Όταν τελείωνε με την πρώτη εγγραφή το τραγούδι, κρύβαμε τον ενθουσιασμό μας, για να τον ακούσουμε να το ξαναλέει. Ο Άκης έκανε δήθεν υποδείξεις, κοιτώντας με με νόημα. Φαντασία!
Πριν τον κόψουν, ο Καζαντζίδης μας έλεγε ότι ήταν πολύ ευχαριστημένος που θα εμφανιζόταν στην τηλεόραση, με δημοσιογράφους που εμπιστευόταν. Όμως, η χαρά του δεν κράτησε πολύ, όχι γιατί ο Λιάνης και ο Δημαράς δεν τον αγαπούσαν, κάθε άλλο, αλλά γιατί, υπερτιμώντας τις δυνάμεις τους, τουλάχιστον δεν φρόντισαν να προετοιμάσουν έναν άσχετο με τα ΜΜΕ άνθρωπο για το τι τον περίμενε μετά!
ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ
Ο Καζαντζίδης ήταν εύκολο να γίνει θύμα, γιατί ήταν ξεκομμένος, δεν σκεφτόταν δημοσιοσχεσίτικα και είχε πάθη. Ένας σύγχρονος σταρ θα άφηνε τους δικηγόρους να χειριστούν τη διαφορά του με το Νικολόπουλο. Εκείνος, εκτός εαυτού, έπεσε στα σαγόνια της τηλεόρασης, περιστοιχισμένος από υποστηρικτές του που δεν έβλεπαν τίποτα άλλο από το ίνδαλμά τους.
Η πλήρης ταύτισή του με το λαϊκό τραγούδι δεν επιδέχεται την παραμικρή αμφισβήτηση. Ανεπηρέαστος από τις ευμετάβλητες μόδες και τάσεις, ο Καζαντζίδης δεν πέρασε ποτέ τις διαχωριστικές γραμμές. Η επικαιρότητα τον αφήνει ασυγκίνητο.
Πιστεύει βαθιά ότι το λαϊκό τραγούδι αγγίζει την ανθρώπινη ψυχή και ότι είναι αναντικατάστατο. Έχει την απόλυτη βεβαιότητα ότι το λαϊκό τραγούδι είναι πλήρες και επαρκές για να εκφράσει τα δικά του συναισθήματα και των ακροατών του. Πεποίθηση που επιβεβαιώνεται από την απήχησή του.
Δεν τον αγγίζουν αυτά που καθορίζουν τις επιλογές και τις συμπεριφορές των νεότερων τραγουδιστών. Τους παρατηρεί αδιάφορα, να αλλάζουν ρεπερτόριο, ήχο, κούρεμα, καπέλο, να προσθέτουν φώτα και εφέ, να στήνουν μηχανισμούς δημοσίων σχέσεων, να έχουν άποψη επί παντός, να είναι μέσα σ' όλα, να διαφημίζουν προϊόντα και να φλερτάρουν με την εξουσία. Το λαϊκό τραγούδι τον καλύπτει εκφραστικά και επικοινωνιακά πλήρως. Του καλύπτει και τα καθημερινά έξοδα. Μέχρις εκεί.
Σε μια μεγάλη συζήτηση που είχαμε κάνει το 1979 (περιοδικό «Μουσική», τ. 29), εγώ έψαχνα τρόπους για να τον επαναφέρουμε στο τραγούδι κι αυτός μου έλεγε πόσο ανησυχεί που η ανεξέλεγκτη αλιεία με τις τράτες καταστρέφει το γόνο των ψαριών! Για τον Καζαντζίδη, το τραγούδι δεν ξέπεσε σε καριέρα.
Η τελευταία κουβέντα είναι του Ζαμπέτα: «Λάρισα, 1958. Πηγαίνοντας για το ξενοδοχείο, ήταν έξω ένας κάθε βράδυ που πούλαγε στραγάλια και σταφίδες. Μου λέει μια μέρα, που με έβλεπε να περνάω με το μπουζούκι, παλικάρι μου να σε ρωτήσω κάτι; Αυτός ο άνθρωπος που τραγούδαγε πριν από σας εδώ, πότε θα ξανάρθει πάλι; Αυτός ήρθε, παλικάρι μου, δέκα μέρες κι εγώ αυτές τις μέρες έφτασα να μαζέψω από τα στραγάλια 200.000 δραχμές και τώρα θα παντρέψω το κορίτσι μου! Τώρα με σας, βγάζω 40 δραχμές τη μέρα. Τι να κάνω;
Η ΣΦΡΑΓΙΔΑ
«Τον Καζαντζίδη εννοούσε... Ο γέροντας μου είπε ότι, όταν τραγούδαγε ο Στέλιος, σταμάταγε το τρένο και κατεβαίνανε όλοι κάτω, μαζί κι ο μηχανοδηγός, για να τον ακούσουνε! Τι πα να πει πρωθυπουργός και πρόεδρος! Μιλάμε για σφραγίδα οντότητας αξεπέραστη. Σταμάταγε το τρένο, ρε, το καταλαβαίνετε; Πράμα που δεν έχει συμβεί στους αιώνες! Μόνο με το Μεγαλέξανδρο έχει συμβεί αυτό το πράμα!»
Μένει ορφανός από πατέρα σε ηλικία 14 ετών όταν γυρνώντας στην Αθήνα ο πατέρας του πεθαίνει από τις κακουχίες και από το πολύ ξύλο των δοσιλόγων. Δουλεύει σκληρά, κάνοντας διάφορα επαγγέλματα (οικοδομή, εργοστάσια και άλλα), για να ζήσει την οικογένεια του.
Κάποια μέρα που η μητέρα του Στέλιου κυρά Γεσθημανή τηγανίζει ψάρια και ο Στέλιος τραγουδά και γραντζουνά την κιθάρα που του χάρισε το αφεντικό του στο εργοστάσιο ''Έσπερος'' περνά από έξω ο μουσικός Μάνθος Βενέτης . Τον ακούει και μπαίνει μέσα να ρωτήσει ποιός τραγουδά με αυτή την ωραία φωνή . Ο Στέλιος τρέχει να κρυφτεί νομίζοντας πως ενοχλούσε την γειτονιά .Δεν ξέρει όμως πως είναι η τυχερή του μέρα.
Ο Μάνθος Βενέτης τον παίρνει μαζί του στα μαγαζιά που εργαζόταν και τον εμφανίζει ως ''μικρό Στελάκη " . Για μερικά χρόνια ο Στέλιος μαθητεύει σε μικρά ταβερνάκια. Τον Ιούλιο του 1952 ηχογραφεί το πρώτο του τραγούδι στην Columbia, με τίτλο "Για μπάνιο πάω", του Απόστολου Καλδάρα, το οποίο δε γνώρισε επιτυχία. Με το επόμενο, όμως, το "Δεν θέλω το κακό σου", του Γιάννη Παπαιωάννου, κάνει ένα από τα πιο γνωστά κι επιτυχημένα σουξέ και προκαλεί αίσθηση.
Από τότε, η μία επιτυχία διαδέχεται την άλλη.
Μεγάλη σημαία ο Καζαντζίδης"
Του Στέλιου Ελληνιάδη
Φορούσα κοντά παντελονάκια και η αδελφή μου ένα μεγάλο φιόγκο στα μαλλιά, ασορτί με το λευκό φουστανάκι που της είχε ράψει η μητέρα μας, όταν μια Κυριακή βράδυ είδαμε πρώτη φορά από κοντά τον Καζαντζίδη, στον «Αστέρα»!
Σε ένα κατάμεστο μαγαζί, κοιτούσαμε τον όμορφο άντρα στο πάλκο που, με μια κιθάρα στα χέρια, τραγουδούσε όλο το βράδυ: η φωνή του, γνώριμη από τα γραμμόφωνα της γειτονιάς, ήταν πιο επιβλητική χωρίς τα σκρατς των 78άρηδων δίσκων.
Τέλη της δεκαετίας του '50, νιόφερτοι πρόσφυγες από την Κωνσταντινούπολη, πηγαίναμε συχνά στις ταβέρνες της Κοκκινιάς, οικογενειακώς. Οι τιμές προσιτές, το φαγητό λιτό, το περιβάλλον φιλικό και στο πάλκο μπορεί να κάθονταν ακόμα κι ο Καζαντζίδης με τη Μαρινέλλα!
Αυτά τα τραγούδια έδεναν απολύτως με τα συναισθήματα των γονιών μας και με το περιβάλλον στην Κοκκινιά, όπου υπήρχε ζωντανή μια μικρή Μικρά Ασία, αυτάρκης. Με τα ωραία πλίθινα σπίτια και τις αυλές των λίγων τετραγωνικών, τα μπακάλικα, τους φούρνους και τους αργαλειούς, τους εμπόρους και τους μαστόρους πάσης φύσεως.
Στα ασπρισμένα πεζοδρόμια οι γιαγιάδες παίνευαν τη Σμύρνη, οι εργάτες συζητούσαν για την ΕΔΑ και οι πιτσιρικάδες έστηναν αυτοσχέδιες παραστάσεις Καραγκιόζη, με ένα παλιό σεντόνι, μεταχειρισμένα κεριά και χάρτινες φιγούρες του Μπαρμπα-Γιώργου και του Χατζατζάρη.
Αργότερα, όταν μετακινηθήκαμε στα μικροαστικά Πατήσια, στη δεκαετία που κατεδαφίζονταν οι μονοκατοικίες, το είδωλο του Καζαντζίδη μάς ακολούθησε, καθώς από τις σκαλωσιές των ανεγειρόμενων οικοδομών ξεχύνονταν στην οδό Λευκωσίας οι βαριές φωνές των μπετατζήδων που τραγουδούσαν φωναχτά τη «Μαντουμπάλα» και τη «Ζιγκουάλα». Μερικές απ' αυτές τις φωνές τις άκουγε και ο Στέλιος ανηφορίζοντας την οδό Κνωσού για να πάει στην κυρία Γεσθημανή.
ΤΟ ΔΡΑΜΑ
Εκείνη την εποχή, που τελειωμό δεν είχε, ο Καζαντζίδης πήρε πάνω του όλο το ψυχολογικό και συναισθηματικό φορτίο της φτωχολογιάς. Με τους στίχους του Βίρβου και του Κολοκοτρώνη και τη μουσική του Δερβενιώτη και των άλλων σπουδαίων δημιουργών, τραγούδησε ό,τι πιο βαρύ και ασήκωτο κουβαλούσε η ψυχή των ανθρώπων της εποχής. Κανένας άλλος δεν τραγούδησε τόσο πειστικά για το δράμα του ξεριζωμού, για το μόχθο του μεροκαματιάρη και το μαράζι της αγάπης σε καιρούς που η κοινωνική αδικία ξεχείλιζε. Ούτε η λογοτεχνία, ούτε ο κινηματογράφος, ούτε το θέατρο της εποχής έπιασαν με τόσο δραματικό και άμεσο τρόπο αυτή την ανθρώπινη ταπείνωση και εξουθένωση, αυτή την εθνική τραγωδία, όπως τα έπιασε το τραγούδι, με τον Καζαντζίδη σαν κύριο εκφραστή.
Αν και μόνον αυτό θα αρκούσε για να τον εξυψώσει στη συνείδηση του λαού, ο Καζαντζίδης διακρίθηκε και κέρδισε τον τίτλο του με μια συνολική στάση ζωής, προσωπική και αμίμητη.
Η ΑΠΟΥΣΙΑ
Το 1965, ο Καζαντζίδης ξεκόβει από τα μαγαζιά, νεότατος και με μεγάλα σουξέ πίσω του! Και δεν επανέρχεται ούτε δέκα χρόνια αργότερα, με τις επιτυχίες «Υπάρχω» και «Η ζωή μου όλη», ούτε όταν του προτείνουν να κάνει 3 ή και 5 Ολυμπιακά Στάδια στη σειρά, το 1983!!
Αντ' αυτού, περνάει τη ζωή του ανάμεσα σε ένα μικρό διαμέρισμα στην Πεύκη και το ησυχαστήριο του Αγίου Κωνσταντίνου. Όποια εξήγηση και να δώσει κανείς, είτε τη χαρακτηρίσει πράξη φοβίας είτε πράξη γενναιότητας, είναι πράξη που δείχνει άνθρωπο με άποψη και έντονες ευαισθησίες.
Γι' αυτό, η ατομική πορεία του Καζαντζίδη παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Πρώτον, αυτοπεριορίζεται οικειοθελώς, εγκαταλείπει το προσκήνιο και τα μεγάλα μεροκάματα, χωρίς να εγκαταλείπει το τραγούδι.
Η ΣΥΓΚΡΟΥΣΗ
Δεύτερον, συγκρούεται ανοιχτά με το Μάκη Μάτσα, τον ισχυρότερο παράγοντα στη δισκογραφία, εμπλεκόμενος σε μια αντιδικία που κρατάει περισσότερο από δέκα χρόνια, με μεγάλο προσωπικό κόστος. Σε αντίθεση με τους λεγόμενους «προοδευτικούς» τραγουδιστές, που ποτέ δεν συγκρούστηκαν και δεν διακινδύνευσαν τα συμφέροντά τους, ενώ η επένδυση στον «προοδευτισμό» τούς απέφερε μεγάλα οφέλη, δόξα και χρήμα!
Ο Καζαντζίδης δεν απέκτησε κότερα και βίλες για να δεξιώνεται ισχυρούς φίλους, να κλείνει δουλειές και να εξασφαλίζει επιχορηγήσεις. Παντρεύτηκε με τη Βάσω και κουμπάρεψε μ' αυτούς που έπινε κρασί και πήγαινε για ψάρεμα.
Έτσι, κατεβαίνοντας από το πάλκο, είχε διαφυγόντα δισεκατομμύρια και μένοντας εκτός δισκογραφίας έχασε πολλά καλά τραγούδια που, ενώ προορίζονταν γι' αυτόν, τελικώς τα είπαν άλλοι.
Εντούτοις, παρά τις αντιξοότητες, η επιρροή του συνεχώς απλωνόταν. Με τη φωνή του Καζαντζίδη, το ελληνικό τραγούδι έφτασε στις άκρες του κόσμου. Πολύ πριν αρχίσουν οι επιχορηγούμενες συναυλίες και τα δορυφορικά κανάλια. Η φωνή του ήταν το μέσο και το διαβατήριο.
Στην ευρύτερη περιοχή μας, λαοί με σπουδαία μουσική κουλτούρα, Τούρκοι, Πέρσες και Άραβες, τοποθέτησαν τον Καζαντζίδη δίπλα στα άλλα υπερεθνικά μεγαθήρια της Μεσογείου, την Ουμ Καλσούμ, τη Φέιρουζ και τον Ζεκί Μουρέν, που ο Καζαντζίδης χωρίς αίσθημα κατωτερότητας αναγνώρισε ως δάσκαλό του.
ΣΤΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΟ
Όταν είχαμε πάει με την Ελένη Βιτάλη στο Ισραήλ, πριν από μερικά χρόνια, το μόνο που μας ρώτησε ο νεαρός υπάλληλος που χειριζόταν το ασανσέρ του ξενοδοχείου ήταν «είναι καλά ο Καζαντζίδης;»!
Χωρίς μάρκετινγκ, διά χειρός ακροατών, η φωνή του Καζαντζίδη έφτανε παντού.
Θυμάμαι, πριν από πολλά χρόνια, στη Γερμανία, ταξιδεύοντας με οτοστόπ, γνώρισα ένα γερμανό συνταξιούχο αστυνομικό, που στα χρόνια της μαζικής μετανάστευσης υπηρετούσε στο τελωνείο. Αυτός μου είπε ότι στις αποσκευές των Ελλήνων, μαζί με τα απολύτως απαραίτητα ρούχα και σκεύη, οι τελωνειακοί συχνά έβρισκαν εικόνες της Παναγίας και σαρανταπεντάρια δισκάκια με τραγούδια του Καζαντζίδη!
«Λέγανε παλιά οι οικογένειες, πήγαινε γυναίκα να πάρεις φασόλια, ρεβίθια, λίγο ρύζι, αλλά πάρε και το δίσκο του Καζαντζίδη, αυτός που είχαμε τρύπησε πια, έλιωσε από το παίξιμο... Παίρνανε το δίσκο του Στέλιου μαζί με το φαΐ, ρε! Ο Καζαντζίδης ήτανε μέσα στις ανάγκες του κοσμάκη!" έλεγε ο Γιώργος Ζαμπέτας («Βίος και Πολιτεία», Ιωάννα Κλειάσιου, εκδ. «Ντέφι»).
Ο ΜΥΘΟΣ
Θρύλος εν ζωή. Ο μοναδικός στο ελληνικό τραγούδι. Με ακροατές να ορκίζονται στο όνομά του, να βαφτίζουν τα παιδιά τους με το όνομά του και να σταυροκοπιούνται μπροστά στη φωτογραφία του! Έχω γνωρίσει αρκετούς. Σαν τον «Υπάρχω» στη Σκύρο, τον καλόγερο που ερχόταν από το Άγιο Όρος στο γραφείο μου για να μάθει νέα του και τους φοιτητές από το Αριστοτέλειο που ξεκίνησαν το 1979-80 τη συλλογή υπογραφών για την αποδέσμευσή του από τη Μίνως!
Όμως, αυτή η ανθεκτική μυθοποίηση ανέβαλε επ' αόριστον την ανάγκη να εκτιμηθεί περισσότερο σε βάθος και πλάτος η αξία και η προσφορά του, ώστε να μην περιορίζεται η αιτία της δημοτικότητάς του σε ένα είδος ρεπερτορίου και στον όγκο της φωνής του.
Σ' αυτή την καθυστέρηση συνέβαλε η μεγάλη εχθρότητα που αντιμετώπισε το λαϊκό τραγούδι από κοινωνικές ομάδες με επιρροή και εξουσία, αλλά και η δογματική προσέγγιση του μεταπολεμικού τραγουδιού από μερίδα της ρεμπετόφιλης ιντελιγκέντσιας που εκφραζόταν απαξιωτικά για τον Καζαντζίδη. Λογοκρισία και αποκλεισμός από την άρχουσα τάξη, απόρριψη και περιφρόνηση από την πλευρά της αριστεράς, επί δεκαετίες!
Σε μια εμπεριστατωμένη επίμοχθη έρευνα που πραγματοποιήσαμε το 1986 (περιοδικό «Ντέφι», τ. 11), σε μια εποχή που το λαϊκό τραγούδι ήταν δημοφιλές, το κρατικό ραδιόφωνο ανοιγόταν δειλά στον Καζαντζίδη! Καταγράφοντας και αναλύοντας εκατοντάδες ώρες μεταδόσεων των τεσσάρων ραδιοφωνικών σταθμών της ΕΡΤ1 και της ΕΡΤ2, που είχαν το απόλυτο μονοπώλιο σε εθνική κλίμακα, διαπιστώσαμε ότι ο Καζαντζίδης είχε παιχτεί μόλις 18 φορές μέσα σε μια ολόκληρη εβδομάδα, από τους τέσσερις σταθμούς, ήτοι 4,5 τραγούδια του από τον κάθε σταθμό εβδομαδιαίως!!
ΤΟ ΕΝΤΕΧΝΟ
«Όταν ο Στέλιος Καζαντζίδης τραγούδησε το "Βράχο - βράχο", που έσπασε τότε όλα τα ρεκόρ πωλήσεων, ήταν ήδη ένας βασιλιάς του λαϊκού τραγουδιού» έχει γράψει ο Μίκης Θεοδωράκης.
Ακόμα κι αυτοί που υποστήριζαν το έργο το δικό του και τού Χατζιδάκι αδυνατούσαν να αντιληφθούν όχι μόνο τη γενικότερη αξία, αλλά και την ιδιαίτερη συμβολή του Καζαντζίδη στη διαμόρφωση του έντεχνου λαϊκού τραγουδιού. Από άγνοια και προκατάληψη. Ο Καζαντζίδης, ως μέλος της άτυπης ομάδας Χιώτη-Παπαδόπουλου-Καρνέζη-Μπιθικώτση-Γαβαλά-Μαρινέλλας κ.ά., έδωσε σχήμα και χρώμα στα πρώτα, τα πιο αγαπημένα λαϊκά τραγούδια του Θεοδωράκη και του Χατζιδάκι, τα οποία αποτέλεσαν το μοντέλο πάνω στο οποίο χτίστηκε το οικοδόμημα του έντεχνου λαϊκού τραγουδιού.
Σε μια εποχή που ο Καζαντζίδης τραγουδούσε «Ότι αγαπάω εγώ πεθαίνει» του Απόστολου Καλδάρα, «Την πόρτα μη μου κλείνεις» του Γιώργου Λαύκα, «Παίξε Χρήστο το μπουζούκι» του Βασίλη Τσιτσάνη και δεκάδες τραγούδια για την αγάπη, την ξενιτιά, τη φτώχεια και τον κατατρεγμό, με τη δική του φωνή το κοινό αγκάλιασε και τραγούδησε «Βράχο-βράχο», «Παράπονο» (Μ.Θ. - Δ. Χριστοδούλου), «Σαββατόβραδο» (Μ.Θ. - Τ. Λειβαδίτη), «Ο κυρ Αντώνης», «Το πέλαγο είναι βαθύ» (Μ.Χ.), αλλά και «Καταχνιά» και «Δεν θέλω να μου δέσετε τα μάτια» (Χρ. Λεοντή - Κ. Βίρβου) και πολλά άλλα!
Η ΣΙΩΠΗ
Ο μετρ της δισκογραφίας Τάκης Β. Λαμπρόπουλος, ο Χατζιδάκις και ο Θεοδωράκης διέγνωσαν εγκαίρως ότι οι μελοποιημένοι στίχοι των ποιητών θα βρουν την ιδανικότερη έκφρασή τους με τη φωνή και το αίσθημα των λαϊκών τραγουδιστών! Και σ' αυτό συμφώνησαν και οι ίδιοι οι ποιητές, ο Γκάτσος, ο Ρίτσος, ο Βάρναλης, ο Λειβαδίτης, ο Χριστοδούλου κ.ά.!
Χωρίς την «εμπλοκή» αυτής της εκλεκτής λαϊκής ομάδας, ίσως το «έντεχνο», με τις ενδιαφέρουσες αλλά σε άλλο μήκος κύματος ερμηνείες του Λάκη Παπά και της Ντόρας Γιαννακοπούλου, να είχε εντελώς άλλη πορεία και τύχη.
Αυτή η συνεισφορά του Καζαντζίδη αποσιωπήθηκε, γιατί η αναγνώρισή της θα εξουδετέρωνε τη βασική μομφή των επικριτών του, ότι «τραγουδάει κλαψιάρικα»!
Ασφαλώς, δεν ήταν δυνατόν να αρέσει σε όλους, αλλά η απόρριψή του είχε περισσότερο κοινωνική παρά στενά αισθητική τεκμηρίωση. Ενοχλεί η θεματολογία των τραγουδιών, η εντοπιότητα της μουσικής, η αμεσότητα της λαϊκής έκφρασης, το ίδιο το κοινό που καθρεφτίζεται μέσα σ' αυτά τα τραγούδια. Ένα αγροτόπαιδο από τη Δράμα που περιφέρεται με έναν μπόγο στο σταθμό του Μονάχου και ένας μουντζουρωμένος ανθρακωρύχος που δουλεύει γονατιστός σε κάποια στοά του Βελγίου δεν είναι ευχάριστα θέματα για να τραγουδιούνται στα σαλόνια και τα ακριβά εστιατόρια. Δεν είναι light και έχουν αγκάθια.
Η ΓΛΩΣΣΑ
Πολλοί άνθρωποι δυσκολεύονται ακόμα να ξεπεράσουν το κόλλημά τους. Άραγε πόσοι έχουν καταλάβει τον σημαντικότατο ρόλο που έπαιξε το λαϊκό τραγούδι στο να αποκτήσουν οι Έλληνες μια κοινή γλώσσα! Τη γλώσσα που μεταχειρίζονταν οι απλοί προικισμένοι καλλιτέχνες στα καφενεία και τα πάλκα της Σμύρνης, της Πόλης και της Σύρας, στην Αθήνα, τον Πειραιά, τη Θεσσαλονίκη και τα Τρίκαλα.
Όταν, στις δεκαετίες '50-'60, ο Έλληνας της επαρχίας μιλούσε με την τοπική διάλεκτο και προφορά, στα σχολεία επίσημη γλώσσα ήταν η καθαρεύουσα και οι πολιτικοί, οι δικηγόροι, οι δεσπότες και οι χωροφύλακες μιλούσαν μειξοκαθαρευουσιάνικα, ο Τσάντας, η Παπαγιαννοπούλου και ο Βίρβος έγραφαν σε μια γλώσσα ενιαία, απλή, πλούσια και εύχρηστη! Μόνο το λαϊκό τραγούδι «μιλούσε» την κοινή νεοελληνική γλώσσα.
Το λαϊκό τραγούδι ήταν το μεγάλο σχολείο της γλώσσας, σε εθνική κλίμακα, με συνοδοιπόρο το λαϊκό σινεμά, το Λογοθετίδη, τη Βουγιουκλάκη, τον Ηλιόπουλο, τη Λαμπέτη...
ΤΟ ΧΡΩΜΑ
Την ώρα που οι «ευρωπαϊστές», τραγουδούν με ξενική προφορά τα ελαφρά τραγουδάκια του Χαιρόπουλου, ο Μπιθικώτσης, ο Γαβαλάς, η Γιώτα Λύδια, η Πόλυ Πάνου, η Μπέλλου και οι άλλοι τραγουδιστές, με την ωραία προφορά τους, αποτελούν τους φορείς της σύγχρονης γλώσσας. Αυτούς ακούνε, αυτούς μιμούνται οι απανταχού ακροατές, στην πόλη και το χωριό, στην Ελλάδα και την Αυστραλία. Με τον Καζαντζίδη επικεφαλής, πρώτο μεταξύ ίσων.
Ο Καζαντζίδης αποτελεί πρότυπο και υπόδειγμα όχι μόνο για την τονική του ακρίβεια, αλλά για το σύνολο της εκφραστικής του πληρότητας. Το α είναι α και το ο είναι ο. Ολοστρόγγυλα και καθαρά. Μάθημα ορθοφωνίας. Ο τονισμός των λέξεων, το τελικό «ν» και οι παρηχήσεις των συμφώνων, οι παύσεις και οι αναπνοές, ο χρωματισμός και ο κυματισμός των φράσεων, έχουν αρτιότητα, γλυκαίνουν τη μελωδία και κάνουν το νόημα απολύτως εύληπτο και κατανοητό.
Σ' αυτό το σημείο, ο Καζαντζίδης υπερέχει πάντων. Ακόμα κι όταν η ερμηνεία του είναι βαριά και το ύφος του θρηνητικό, η εκφραστική του ευγένεια δεν χάνεται. Και στα πιο «ασήκωτα» τραγούδια, ο Καζαντζίδης δεν ολισθαίνει σε φωνητικούς βαρβαρισμούς. Το «κλάμα» του έχει μέτρο και λόγο ύπαρξης. Με ρίζες σε μια τεράστια παράδοση αιώνων. Εκκλησιαστικοί ύμνοι, μοιρολόγια και αμανέδες αποτελούν την καρδιά της μεγάλης ανατολικής παράδοσης που καλλιεργήθηκε από την Καππαδοκία ώς τη Μάνη και από την Ηπειρο ώς την Τραπεζούντα.
Οι σημερινοί τραγουδιστές, προϊόντα ενός κόσμου πλαστικού, κακοποιούν τα πιο δραματικά σε περιεχόμενο τραγούδια, τραγουδώντας τα με τεράστια χαμόγελα επιτυχίας και μες στην τρελή χαρά! Είτε τραγουδούν τη «Συννεφιασμένη Κυριακή» είτε το «Φέξε μου που γλίστρησα», είναι το ίδιο! Χαζοχαρούμενοι, απαίδευτοι και ανυποψίαστοι.
Η ΦΩΝΗ ΤΩΝ ΔΗΜΙΟΥΡΓΩΝ
«Καλοκαίρι 1962. Αρχίζει να τραγουδάει ο Στέλιος... Τραγουδάει ο Στέλιος και ποιος είδε το Θεό και δεν τον φοβήθηκε. Μου 'φυγε το μπουζούκι απ' τα χέρια, δεν ήξερα πώς να το κρατήσω, έμεινα να τον κοιτάω και ν' ακούω... Μεγάλος, πολύ μεγάλος! Μεγάλη σημαία ο Καζαντζίδης . Όταν λέμε τη λέξη Καζαντζίδης τελειώνουν όλα...» έλεγε και πάλι ο Γιώργος Ζαμπέτας στη βιογραφία του.
Ο Καζαντζίδης έβαλε πολύ ψηλά τον πήχυ και τράβηξε το λαϊκό τραγούδι προς τα πάνω. Τον Καζαντζίδη άκουγαν στα όνειρά τους οι συνθέτες και οι στιχουργοί και πάνω του έγραφαν τα καλύτερα τραγούδια τους. Η έκταση της φωνής του, η ευχέρειά του να αρθρώνει σωστά τις δυσκολότερες λέξεις διατηρώντας τη μελωδία ακέραιη, η άνεσή του να διεισδύει, να συγκινεί και να ξαλαφρώνει την ψυχή του ακροατή, τον καταξίωσαν σαν τον ιδανικό ερμηνευτή.
Η ΔΙΣΚΟΓΡΑΦΙΑ
Τα τελευταία χρόνια, χωρίς να έχει πει τραγούδια που έγιναν επιτυχία, χωρίς να είναι της μόδας, χωρίς δημόσιες εμφανίσεις, εξορισμένος και πάλι από τους ραδιοφωνικούς σταθμούς, με νέους αστέρες να κατακλύζουν τα ΜΜΕ, οι πωλήσεις των δίσκων του είναι πραγματικά εκπληκτικές και απλησίαστες!
Μία μόνο εταιρεία, η ΜΒΙ, που κυκλοφόρησε τους νέους δίσκους του, από το 1990 και μετά, πραγματοποίησε πωλήσεις που ξεπερνούν τα 800.000 αντίτυπα!! Χωρίς σουξέ!
Αν προσθέσει κανείς τις σταθερές πωλήσεις του κλασικού ρεπερτορίου του από την EMI-MINOS, τα δεκάδες χιλιάδες CD με δικά του τραγούδια που μοίρασαν τα περιοδικά και τα τραγούδια που έχουν περιληφθεί σε δεκάδες συλλογές, ο συνολικός αριθμός των αντιτύπων που πουλήθηκαν μόνο την τελευταία δεκαετία υπερβαίνει τα δύο εκατομμύρια!
ΤΑ ΚΙΝΗΤΡΑ
Ο λόγος και πάλι στο Ζαμπέτα: «Ο Καζαντζίδης... είχε μια κακοπιστία στα μαγαζιά, καθότανε κάνα μήνα και την κοπάναγε. Δεν ξέρω τι του έφταιγε αυτού του παιδιού. Μπορεί να φταίγαμε εμείς, να μην τον νιώθαμε, δεν ξέρω. Μπορεί να μην τον καταλάβαινε κανένας μας. Αλλά αυτός που δεν έφταιγε σίγουρα ήταν ο κόσμος, που τον αγάπαγε και τον ήθελε. Γιατί ήτανε είδωλο, μεγάλο είδωλο, κι αποκλείεται να ξαναβγεί τέτοιος μύθος, τέτοιο είδωλο».
Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι ο Καζαντζίδης δεν ενήργησε συνειδητά. Ότι, φοβίες, προλήψεις, προκαταλήψεις, έμμονες ιδέες και άλλες ανθρώπινες αδυναμίες και αναστολές, που προϋπήρχαν, τον οδήγησαν στην απομόνωση και τη σύγκρουση.
Τέτοιου είδους συζητήσεις απασχόλησαν τους φίλους του λαϊκού τραγουδιού, χωρίς βέβαια να καταλήγουν σε πειστικά συμπεράσματα, αφού η προσπάθεια να διεισδύσει κανείς στα άδυτα της ψυχής είναι μάλλον ατελέσφορη.
Όμως, όποιο και να είναι το βαθύτερο άγνωστο ψυχολογικό μείγμα του ανθρώπου, το δημόσιο πρόσωπό του, ο καλλιτέχνης, αξιολογείται από το έργο, το ταλέντο και την προσφορά του. Και, όσον αφορά τα βαθύτερα κίνητρά του, είναι πλέον γεγονός ότι, θες από ένστικτο, θες από λογική επιλογή, η σθεναρή και αταλάντευτη επιμονή του υπέρ ενός συγκεκριμένου τρόπου ζωής, για τόσες δεκαετίες, δεν αφήνει κανένα περιθώριο για να αμφισβητηθεί η συνέπειά του, λόγων και έργων.
ΤΑ ΜΜΕ
Θα έλεγα μάλιστα ότι οι κατά καιρούς δημόσιες εκρήξεις του Καζαντζίδη επιβεβαίωσαν την εικόνα που έχουμε γι' αυτόν. Οι δηλώσεις και οι αντιδράσεις του συχνά, είτε είχε δίκιο είτε άδικο, ήταν άτσαλες και άκομψες, σε σημείο που κλόνιζαν το κύρος του και τον εξέθεταν. Ίσως, όμως, αυτή ακριβώς η αδεξιότητα διαχείρισης της δημόσιας εικόνας του να επιβεβαιώνει τον αυθορμητισμό του και την έλλειψη οποιασδήποτε επαφής με τον κόσμο της δημοσιότητας. Σε ορισμένες μάλιστα περιπτώσεις, η έκθεσή του στα φώτα της δημοσιότητας εξυπηρέτησε μόνο τους επαγγελματίες των μέσων, οι οποίοι τον έβγαζαν από το καβούκι του και τον παρέσυραν σε κακοτράχαλα μονοπάτια από τα οποία συνήθως η έξοδος ήταν τραυματική.
Ήμασταν μαζί με τον Άκη Πάνου, στο στούντιο όπου ηχογραφούσε ο Καζαντζίδης για τους «Ρεπόρτερς» (ΕΡΤ). Έχω συμπράξει και έχω συμμετάσχει σε άπειρες ηχογραφήσεις τραγουδιών, με τους καλύτερους τραγουδιστές, αλλά η εμπειρία με τον Καζαντζίδη ήταν μοναδική. Όταν τελείωνε με την πρώτη εγγραφή το τραγούδι, κρύβαμε τον ενθουσιασμό μας, για να τον ακούσουμε να το ξαναλέει. Ο Άκης έκανε δήθεν υποδείξεις, κοιτώντας με με νόημα. Φαντασία!
Πριν τον κόψουν, ο Καζαντζίδης μας έλεγε ότι ήταν πολύ ευχαριστημένος που θα εμφανιζόταν στην τηλεόραση, με δημοσιογράφους που εμπιστευόταν. Όμως, η χαρά του δεν κράτησε πολύ, όχι γιατί ο Λιάνης και ο Δημαράς δεν τον αγαπούσαν, κάθε άλλο, αλλά γιατί, υπερτιμώντας τις δυνάμεις τους, τουλάχιστον δεν φρόντισαν να προετοιμάσουν έναν άσχετο με τα ΜΜΕ άνθρωπο για το τι τον περίμενε μετά!
ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ
Ο Καζαντζίδης ήταν εύκολο να γίνει θύμα, γιατί ήταν ξεκομμένος, δεν σκεφτόταν δημοσιοσχεσίτικα και είχε πάθη. Ένας σύγχρονος σταρ θα άφηνε τους δικηγόρους να χειριστούν τη διαφορά του με το Νικολόπουλο. Εκείνος, εκτός εαυτού, έπεσε στα σαγόνια της τηλεόρασης, περιστοιχισμένος από υποστηρικτές του που δεν έβλεπαν τίποτα άλλο από το ίνδαλμά τους.
Η πλήρης ταύτισή του με το λαϊκό τραγούδι δεν επιδέχεται την παραμικρή αμφισβήτηση. Ανεπηρέαστος από τις ευμετάβλητες μόδες και τάσεις, ο Καζαντζίδης δεν πέρασε ποτέ τις διαχωριστικές γραμμές. Η επικαιρότητα τον αφήνει ασυγκίνητο.
Πιστεύει βαθιά ότι το λαϊκό τραγούδι αγγίζει την ανθρώπινη ψυχή και ότι είναι αναντικατάστατο. Έχει την απόλυτη βεβαιότητα ότι το λαϊκό τραγούδι είναι πλήρες και επαρκές για να εκφράσει τα δικά του συναισθήματα και των ακροατών του. Πεποίθηση που επιβεβαιώνεται από την απήχησή του.
Δεν τον αγγίζουν αυτά που καθορίζουν τις επιλογές και τις συμπεριφορές των νεότερων τραγουδιστών. Τους παρατηρεί αδιάφορα, να αλλάζουν ρεπερτόριο, ήχο, κούρεμα, καπέλο, να προσθέτουν φώτα και εφέ, να στήνουν μηχανισμούς δημοσίων σχέσεων, να έχουν άποψη επί παντός, να είναι μέσα σ' όλα, να διαφημίζουν προϊόντα και να φλερτάρουν με την εξουσία. Το λαϊκό τραγούδι τον καλύπτει εκφραστικά και επικοινωνιακά πλήρως. Του καλύπτει και τα καθημερινά έξοδα. Μέχρις εκεί.
Σε μια μεγάλη συζήτηση που είχαμε κάνει το 1979 (περιοδικό «Μουσική», τ. 29), εγώ έψαχνα τρόπους για να τον επαναφέρουμε στο τραγούδι κι αυτός μου έλεγε πόσο ανησυχεί που η ανεξέλεγκτη αλιεία με τις τράτες καταστρέφει το γόνο των ψαριών! Για τον Καζαντζίδη, το τραγούδι δεν ξέπεσε σε καριέρα.
Η τελευταία κουβέντα είναι του Ζαμπέτα: «Λάρισα, 1958. Πηγαίνοντας για το ξενοδοχείο, ήταν έξω ένας κάθε βράδυ που πούλαγε στραγάλια και σταφίδες. Μου λέει μια μέρα, που με έβλεπε να περνάω με το μπουζούκι, παλικάρι μου να σε ρωτήσω κάτι; Αυτός ο άνθρωπος που τραγούδαγε πριν από σας εδώ, πότε θα ξανάρθει πάλι; Αυτός ήρθε, παλικάρι μου, δέκα μέρες κι εγώ αυτές τις μέρες έφτασα να μαζέψω από τα στραγάλια 200.000 δραχμές και τώρα θα παντρέψω το κορίτσι μου! Τώρα με σας, βγάζω 40 δραχμές τη μέρα. Τι να κάνω;
Η ΣΦΡΑΓΙΔΑ
«Τον Καζαντζίδη εννοούσε... Ο γέροντας μου είπε ότι, όταν τραγούδαγε ο Στέλιος, σταμάταγε το τρένο και κατεβαίνανε όλοι κάτω, μαζί κι ο μηχανοδηγός, για να τον ακούσουνε! Τι πα να πει πρωθυπουργός και πρόεδρος! Μιλάμε για σφραγίδα οντότητας αξεπέραστη. Σταμάταγε το τρένο, ρε, το καταλαβαίνετε; Πράμα που δεν έχει συμβεί στους αιώνες! Μόνο με το Μεγαλέξανδρο έχει συμβεί αυτό το πράμα!»