ΘΕΟΔΟΣΙΑΔΗΣ ΓΙΩΡΓΟΣ
Γεννήθηκε στην Αθήνα στις 18 Μαΐου του 1924, σπούδασε οικονομικά και θέατρο στη Σχολή του Θεάτρου Τέχνης, ενώ αργότερα στο Λονδίνο σπούδασε σκηνοθεσία στην Guildhall School of Music and Drama.
Πρωτοεμφανίστηκε στην Αγγλία σαν σκηνοθέτης το 1954 στο Θέατρο Guildhall Players με το έργο «Living Room».
Ο Γιώργος Θεοδοσιάδης ήταν ένας από τους πρώτους που «δίδαξε» στο Ελληνικό κοινό το σύγχρονο αγγλόφωνο θέατρο.
Το 1956 επέστρεψε στην Ελλάδα και συνεργάστηκε με το Θίασο Σαμαρτζή σκηνοθετώντας τα «Χτυποκάρδια».
Την περίοδο 1957-59 συνεργάστηκε με τον θίασο ενός άλλου σπουδαίου ηθοποιού, του Μίμη Φωτόπουλου, με τον οποίο συνδέθηκαν μάλιστα με στενή φιλία . Τότε σκηνοθέτησε και τα έργα «Θηριοδαμαστής», «Σκαμπαναβάσματα», «Δόν Καμίλο».
Παράλληλα συνεργάστηκε και με τον θίασο Αλεξανδράκη για την παράσταση « Ήταν όλοι τους παιδιά μου » (1957-58), το Ελληνικό Λυρικό Θέατρο για το «Χρυσό Χάπι» (1958), το θίασο Κωνσταντάρα για το «Ουδείς αναμάρτητος» , «Ο ανακριτής έρχεται» (1958 ), το θίασο Λαμπέτη – Χόρν για το «Βαβά» (1959).
Το 1960 κάνει και την πρώτη του κινηματογραφική απόπειρα , γυρίζοντας τα «Ερωτικά Παιχνίδια» με πρωταγωνιστές τους Λάμπρο Κωνσταντάρα και Θανάση Βέγγο.
Το θέατρο ήταν η βασική του εστία. Ως σκηνοθέτης πέρασε από τους θιάσους Κύρου (1961), Βεργή (1962-64), Κατερίνας (1962) , Αναλυτή - Ρηγόπουλου (1964) και Βανδή (1965).
Το 1962 ίδρυσε και τη δική του Δραματική Σχολή που φέρει και το όνομά του - Δραματική Σχολή Αθηνών «Γ. Θεοδοσιάδης» - από την οποία αποφοίτησε η πλειονότητα του δυναμικού του θεάτρου μας.
Το 1970 ίδρυσε τον Θίασο του ’70 στο θέατρο ΚΑΒΑ και ανέβασε τα έργα «Άνθρωποι και Ποντίκια» και «Άρωμα Λουλουδιών».
Το 1975 ίδρυσε το «Άρμα Θέσπιδος» με το οποίο όργωσε την Ελλάδα και υπήρξε η πρώτη ίσως σημαντική προσπάθεια για ποιοτικό θέατρο στην επαρχία.
Υπήρξε επίσης, μόνιμος σκηνοθέτης του Εθνικού Θεάτρου και του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος. Έλαβε μέρος ως σκηνοθέτης και μεταφραστής με αρχαίες τραγωδίες και κωμωδίες στα Φεστιβάλ Επιδαύρου, Φιλίππων, Δωδώνης και Θάσου. Επίσης σκηνοθέτησε στην Κύπρο για το Θεατρικό Οργανισμό Κύπρου (ΘΟΚ).
Το 1980 κάνει μία από τις μεγάλες επιτυχίες: σκηνοθετεί και μας γνωρίζει για πρώτη φορά το «Μπέντ» του Μάρτιν Σέρμαν. Σ΄ εκείνη την πρώτη περίφημη εκδοχή, τους ρόλους κρατούσαν ο Γιάννης Φέρτης, ο Πέτρος Φυσούν και ο Γιώργος Μοσχίδης.
Οι Τενεσί Ουΐλιαμς, Μράϊαν Φρίελ ( «Χορεύοντας στη Λουνάσα» ), Τζόν Όσμποντ ( «Οργισμένα Νιάτα» ), Πίτερ Σάφερ ( «Το δώρο της Μέδουσας» ) είναι οι δραματουργοί με τους οποίους συνδέει το σκηνοθετικό του ταλέντο, θεατρικά δραστήριος μέχρι τέλους. Αν σ΄αυτούς δίνει έμφαση, δεν σημαίνει ότι αποκλείει το ελληνικό ρεπερτόριο και κατ ΄αρχάς το αρχαιοελληνικό δράμα (το 1993 σκηνοθετεί στην Επίδαυρο «Εκκλησιάζουσες» του Αριστοφάνη, με τον Γιώργο Αρμένη και την Άννα Συνοδινού), αλλά και τη σύγχρονη φαρσοκωμωδία όπως «Ο παππούς έχει πίεση» της Δήμητρας Παπαδοπούλου ή το δικό του «Δεν ακούω , Δεν βλέπω,Δεν μιλάω».
Το 1995 ίδρυσε τη δραματική σκηνή στο Θέατρο ΄΄Βικτώρια΄΄ όπου παρουσιάζει έργα ποιότητας ( «Μπέντ» , «900 Ονεόντα», «Δεν ακούω, Δεν βλέπω, Δεν μιλάω», «Οργισμένα Νιάτα », «Χορεύοντας στη Λουνάσα» κ.α .
Παράλληλα με τις σκηνοθετικές του δουλειές, δεν σταμάτησε να ασχολείται με τη διδασκαλία. Το 2002 του απονεμήθηκε το θεατρικό έπαθλο « ΦΩΤΟΣ ΠΟΛΙΤΗΣ » για την συνολική προσφορά του στο Ελληνικό Θέατρο.
Η τελευταία σκηνοθεσία του έγινε το 2004 με το έργο «Το δώρο της Μέδουσας» στο Εθνικό Θέατρο.
Σεμνός, εργατικός δεν επέτρεψε στη μακριά του πορεία τη παρέκκλιση από τις αρχές της θεατρικής πράξης που υπερασπίζεται τις κλασικές αξίες της σκηνής .
Έφυγε, Κυριακή 3 Σεπτεμβρίου 2006.