ΧΡΥΣΙΝΗΣ ΣΤΕΛΙΟΣ
Γεννήθηκε στον Πειραιά το 1916 απο τους Γιάννη και Αγγελική Χρυσίνη "εσωτερικούς μετανάστες" απο το Κρανίδι του νομού Αργολίδος και Αρβανίτικης καταγωγής. Ήταν το τέταρτο και τελευταίο παιδί της οικογένειας.
Η ευκατάστατη οικογένεια του Γιάννη Χρυσίνη , άρχισε να ζει ένα μακροχρόνιο δράμα αφού τα δυο τους μικρότερα παιδιά ,ο Παναγιώτης και ο Στέλιος έχασαν το φως τους σε πολύ μικρή ηλικία. Οι γονείς τους μπροστά σ' αυτό το φαινόμενο , τους πήραν δασκάλους για να μάθουν μουσική. Ξεκίνησαν και έμαθαν βιολί και στη συνέχεια όλα τα έγχορδα όργανα της εποχής , για να καταλήξουν στις αρχές της δεκαετίας του '30, να παίζουν και μπουζούκι-μπαγλαμά.
Επαγγελματοποιήθηκαν πολύ μικροί, αφού ο Στέλιος συνόδευε τον μεγαλύτερό του αδελφό Παναγιώτη στους κινηματογράφους της εποχής του μεσοπολέμου- κυρίως λίγο πριν, λίγο μετά το '30- παίζοντας ζωντανά κατά τη διάρκεια προβολής των βουβών ταινιών.
Αυτή τους η ικανότητα τους έκανε γρήγορα διάσημους στο χώρο των μουσικών και εύκολα εύρισκαν δουλειά, παίζοντας οποιοδήποτε είδος μουσικής σε λαικά κέντρα και καμπαρέ , σε καφέ αμάν ή καφέ σαντάν.
Αν και ο Παναγιώτης ήταν ο πιος σοβαρός απ' τους δύο , με την έννοια ότι ο Στέλιος ήταν πιο "αναρχικός" και ανυπότακτος, εν τούτοις το συνθετικό ταλέντο έγυρε περισσότερο προς τη μεριά του "μικρού αλανιάρη" ο οποίος απο την εφηβική του ηλικία στράφηκε στο ρεμπέτικο, που αρχές της δεκαετίας του '30, εξαπλώθηκε και έκφρασε ευρύτατα στρώματα του ελληνικού λαού σε μικρές και μεγάλες πόλεις.
Αν και δεν υπάρχουν στοιχεία ή αναφορές συναδέλφων του, είναι βέβαιο ότι μετά το 1930 πρέπει να "μπλέχτηκε" με την παρέα του ρεμπέτικου, αφού μόλις το 1933 γράφει το πρώτο χασικλίδικο του τραγούδι, το οποίο γίνεται δίσκος το 1934, με τον Στελλάκη Περπινιάδη (Χτες το βράδυ στο τεκέ μας-δίσκος Columbia DG 2124).
Aρχίζει έτσι μια μακρά περίοδος συνεργασίας με τις δισκογραφικές εταιρείες, όπου πέρα απο τις δικές του συνθέσεις που γίνονται δίσκοι, συμμετέχει,σαν οργανοπαίκτης, μαζί με τον αδελφό του Παναγιώτη-που τραγουδά υπέροχα- σε εκατοντάδες ηχογραφήσεις τραγουδιών, όλων των δημιουργών του ρεμπέτικου.
Η μουσική ευρυγνωσία του Στέλιου Χρυσίνη και το "απόλυτο" αυτί που διέθετε, του δίνουν τη δυνατότητα να ερμηνεύει κάθε είδος τραγουδιού, γεγονός που τον έκανε περιζήτητο στα πάλκα της εποχής, είτε αυτά ήταν ελαφράς μουσικής, είτε λαικής.
Με την ίδια ευχέρεια έπαιζε ευρωπαικού ύφους τραγούδια και ταυτόχρονα, τα Σμυρνέικου και εν γένει Μικρασιάτικου ύφους, που τον είχαν κάνει αγαπητό σε όλο τον προσφυγόκοσμο του μεσοπολέμου.
Όταν δούλευε σε μαγαζιά στην Καισαριανή και στον Βύρωνα, οι πρόσφυγες τον θεωρούσαν δικό τους, Σμυρνιό ή Βουρλιώτη.
Στην προπολεμική περίοδο ο Στέλιος Χρυσίνης συνεργάστηκε με όλους τους μεγάλους δημιουργούς και ερμηνευτές του ρεμπέτικου στο πάλκο και πέρασε στη δισκογραφία μια σειρά σημαντικών τραγουδιών που ξεπερνούν τα 50 , που τα τραγούδησαν τα διασημότερα ονόματα της εποχής.
O Στέλιος Χρυσίνης υπήρξε-απο την προπολεμική ακόμα περίοδο- "ανιχνευτής φωνητικών ταλέντων" , γεγονός που παίρνει διαστάσεις στη μεταπολεμική περίοδο. Με τη πρόσθετη αυτή ιδιότητα του, πολλά πρόσωπα κατέγραψαν τη φωνή τους στη δισκογραφία των 78 στροφών εξ' αιτίας του. Άλλα συνέχισαν και έγιναν διάσημα, αλλά πέρασαν και για διάφορους λόγους δεν συνέχισαν.
Νέα πρόσωπα, όπως η Σούλα Πασαλάρη, η Άννα Μπέλλα, ο Γιάννης Τζιβάνης, η Μαρία Γρίλλη, ο Κώστας Πολίτης, (κατοπινός γαμπρός του), η Δέσποινα Δοάνου, η Σουζάνα Λαζαρίδου, ο Γιάννης Κουλουκάκης, η Ελένη Κώτσογλου, η Μαίρη Κοζάκου, η Τασία Ράντου, η γνωστή μας Δούκισσα, η Αντζελα Γκρέκα, η Μιράντα, η Βιολέττα, ο Ποσειδών, η Ρούλα Νάκη, ηχογραφούν τραγούδια του για πρώτη φορά στη δισκογραφία.
Είναι βέβαιο, ότι με την ιδιότητα του καλλιτεχνικού διευθυντή, συντήρησε για αρκετά χρόνια το κλίμα σοβαρότητας και υπευθυνότητας που είχε δημιουργηθεί απο τους πρώτους -Μικρασιάτες κυρίως- υπεύθυνους του μεσοπολέμου, όπως τους: Σπύρο Περιστέρη, Παναγιώτη Τούντα, Κώστα Σκαρβέλη, Γιάννη Δραγάτση ( ή Ογδοντάκη) και τον Δημήτρη Σέμση.
Μετά τον πόλεμο και αφού είχε χάσει τα περιουσιακά του στοιχεία, εγκαταστάθηκε στα Σεπόλια, στην οδό Αριστομένους 35. Εκεί ήταν το εργαστήρι και "καταφύγιό" του, όπου τον γνώρισαν όλοι οι μεταπολεμικοί του συνεργάτες.
Το 1948, νυμφεύεται την Ελπίδα Κυριακού, χήρα Αθανασίου Στεφανιά, με ένα μικρό κοριτσάκι, απο τον πρώτο της γάμο, την Ελένη. Η κυρία Ελπίδα υπήρξε σημαντική συμπαραστάτης και άλλαξε τη ζωή του Στέλιου προς το καλύτερο.
Σ' αυτήν εμπιστευότανε το πρώτο άκουσμα των τραγουδιών του και ελάμβανε πολύ υπ' όψιν, την γνώμη της. Στα τέλη της δεκαετίας του '50 , συνεργαστηκε πάλι με τις εταιρείες, ODEON, PARLOPHONE, του Μίνωος Μάτσα, συνεργασία που είχε διακοπεί το 1940-41 με την κύρηξη του πολέμου.
Στην περίοδο αυτή -τελευταία χρόνια της δισκογραφίας των 78 στροφών- αλλά και στη δεκαετία του '60, οπότε αρχίζει η περίοδος των 45 στροφών, πέρασε ένα σημαντικό αριθμό τραγουδιών, που μ' αυτά της περιόδου 1946-1960 ξεπερνούν τα 150.
Στη μεταπολεμική του παρουσία στη δισκογραφία, συνεργάστηκε και με όλους τους μεγάλους τραγουδιστές του ρεμπέτικου όπως, ο Πρόδρομος Τσαουσάκης, η Ιωάννα Γεωργακοπούλου, ο Στελλάκης Περπινιάδης, ο Νίκος Βούλγαρης, ο Νίκος Καλλέργης, η Καίτη Γκρέυ, ο Στέλιος Καζαντζίδης, η Νταίζυ Σταυροπούλου, η Σωτηρία Μπέλλου, η Μαρίκα Νίνου, ο Γιάννης Τατασσόπουλος, η Ρένα Ντάλια, ο Αθανάσιος Ευγενικός, η Μαριάννα Χατζοπούλου και ο νεώτερος Στράτος Διονυσίου στα πρώτα του βήματα.
Το 1953, ο νεαρός και ταλαντούχος τραγουδιστής Κώστας Πολίτης, "μπήκε" στην οικογένεια, σαν συνεργάτης του Στέλιου Χρυσίνη, που του εμπιστεύτηκε μερικά απο τα ωραία του τραγούδια.Τα επόμενα χρόνια αρραβωνιάστηκε με την κόρη της γυναίκας του, Ελένη και το 1958 έγινε ο γάμος τους. Ο Κώσταs Πολίτης συνέχισε τη συνεργασία του με τον Στέλιο Χρυσίνη και στη δεκαετία του '60 περνώντας με τη φωνή του στη δισκογραφία των 45 στροφών τραγούδια του πεθερού του, αλλά και ωραίες δικές του δημιουργίες.
Στα τελευταία χρόνια της ζωής του ο Στέλιος Χρυσίνης πέρασε στο περιθώριο. όπως έγινε μέχρι τώρα με όλους τους μεγάλους δημιουργούς του Ελληνικού τραγουδιού, αφού νέες δυνάμεις κατέλαβαν τους χώρους της δισκογραφίας, ερμηνευτικά και δημιουργικά.
Η μελαγχολία του αυτή λόγω της περιθωριοποίησης του, εκφράστηκε με μια ιδιαίτερη πολυφαγία και οινοποσία, που τον οδήγησε στον θάνατο απο "ρήξη ήπατος" στις 14 Φεβρουαρίου 1970, πριν ακόμη συμπληρώσει τα 54 χρόνια του.